- προσκλητικός
- προσ-κλητικός, ή, όν,A calling, addressing,
φωνή Plu.2.354d
; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωνή Plu.2.354d
; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκλητικός — calling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλητικός — ή, όν, Α [προσκαλῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσκληση 2. αυτός με τον οποίο προσκαλείται κάποιος, αυτός που χρησιμεύει για πρόσκληση 3. προκλητικός, σαγηνευτικός («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ κάλλος», Φίλ.) … Dictionary of Greek
προσκλητικόν — προσκλητικός calling masc acc sg προσκλητικός calling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκλητικήν — προσκλητικός calling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)